Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

τον τελευταιο καιρο μετακομισα στην παλια σου γειτονια. στον απο πανω δρομο απο εκεινο το σπιτι που ζαχαρωνες, αλλα σου φαιναταν ακριβο το ενοικειο. το νοικιαζει μαλλον, τελικα καποιο εθνικι, απο οτι κρινω απο τον μονιμο στολισμο της ελληνικης σημαιας και τα κουτσομπολια του παντοπωλη. του γραφουνε συνεχεια στον τοιχο συνθηματα, αλλα δεν βαζει μυαλο. καθε δυο μερες, λεει, βγαινει μ΄εναν κουβα λευκη μπογια και ξαναβαφει τον τοιχο του ακουγοντας στη διαπασων στρατιωτικους υμνους. θυμασαι τον κο Μανωλη, τον παππουλη με το καροτσι με τα λουλουδια? γερασε πολυ πια και δεν με θυμαται. τον χαιρεταω οταν κατεβαινω το δρομο τα πρωινα, αλλα εκεινος δεν με γνωριζει κι εχει παντα την ιδια εκπληξη στα ματια, που τον χαιρετα τοσο θερμα μια τοσο αγνωστη κοπελα. καμια φορα που περπαταω τον δρομο, σκεφτομαι που αγοραζαμε καφε και υστερα κατηφοριζαμε με το πασο μας για τη σχολη. και το σπιτακι σου! ποσα γελια και ποση αγαπη χωρουσε στο μικρο σου διαμερισματακι με το χαλασμενο μπανιο και τις παλιες κουτες για κομοδινα. αναρωτιεμαι αν ζεις ακομα ετσι. εχεις ακομα φιλιες με τους πλανοδιους ανθωπωλητες, πινεις ακομα καφε περπατωντας, ψηφιζεις ακομη αριστερα και κυριως φανταζεσαι ακομη εναν κοσμο πιο δικαιο απο μας? μου ΄χει μεινει αυτη σου η φραση - πρεπει να φανταζομαστε εναν κοσμο, πιο δικαιο απο εμας για να καλυτερευσουν τα πραγματα -, ελεγες και ξαναλεγες εκεινο το απογευμα και δεν το πολυκαταλαβαινα εγω και θεωρουσα πως εισαι ρομαντικα γραφικος ισως και λιγο αυθαιρετος, για να συνδεεις στην ιδια προταση τη φαντασια, τη δικαιοσυνη και τον εαυτο μας. μα τη χαζη που ημουν. κοιταζω γυρω μου και βλεπω ποσο δικιο ειχες. αυτο που μας λειπει πιο πολυ ειναι μια προχωρημενη φαντασιωση. τη φτυνουν την φαντασια οι πιο πολλοι, κι ας ειναι η μονη λυση. οχι για να αλλαξουμε τον κοσμο, το εθνικι αλλωστε παντα θα βαφει κι ο ανθοπωλης παντα θα γερναει και θα ξεχναει κι εσυ δεν θα χεις να πληρωσεις για το σπιτι που αγαπας, αλλα για να νιωσουμε λιγακι ενα ανοιγμα...

ελπιζω να εισαι καλα εκει στο νησι σου και να χεις βρει εσυ που σουν πιο εξυπνος, το ανοιγμα σου.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

και στο τελος? τι μενει στο τελος? αφου παντα περιμενει στην ακρη του δρομου η απογοητευση. εσυ γιατι να τρεχεις να προφτασεις, μην τυχον και χασεις το παρτυ? να αφηνεις να μαγκωνεσαι στα εξοχες των δεντρων και των αισθηματων? γιατι να πρεπει να υποστεις ολη αυτη την ταλαιπωρια της αναζητησης της πληρωσης, αφου στο τελος ειναι ενα αδειασμα ατελειωτο, που καθε αλλο παρα την ανακουφιση επιφυλλασσει? και πιο παρτυ στο κατω κατω της γραφης? αφου, ειπες, σταματησες να πινεις.
βαριεμαι, ξερεις. βαριεμαι πολυ την αδιακοπη προσπαθεια για μια ματαιοτητα εν τελει. βαριεμαι ακομη και να αναρωτηθω.
τουλαχιστον ας υπηρχε η αναγνωριση μιας υπαρξης ουσιαστικης, μιας υπαρξης αμιδρου φωτος στην ακρη αυτου του απαισιου δρομου. αλλα που. ο βυσσινοκηπος υπαρχει μοναχα σαν μια εμμονικη αναμνηση.

ευτυχως, που δεν καταλαβαινεις.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

θυμαμαι τη μαμα μου να μου χαριζει ομορφα πολυχρωμα τετραδια με χοντρα εξωφυλλα. -γραψε, μωρο μου-, μου λεγε. -γραψε, τη μερα σου να τη θυμασαι-.
εγω, ομως, δεν εγραφα σε εκεινα τα τετραδια, παρα μονο την πρωτη τους σελιδα. ετσι, για να το θυμαμαι. το μνημονικο μου ηταν παντα δυνατο και ταχυτατο. τα κατεγραφα ολα εκει με τις πιο ευαισθητες τους λεπτομερειες. αλλωστε μισουσα παντα τους κανονες της γραφης. τους τονους και τα κεφαλαια μετα τις τελειες. στο μυαλο μου δεν χρειαζοταν ποτε να τονισω τη μνημη της μερας, ουτε να ξεκινησω με κεφαλαια την μνημη της επομενης.
θυμαμαι τη μαμα μου να μου χαριζει ομορφα πολυχρωμα ρολογια. -φορα το, μωρο μου-, μου λεγε. -φορα το, να ξερεις την ωρα-.
εγω, ομως, δεν το φορουσα, γιατι δεν με ενοιαζε η ωρα που διναν στα πραγματα για να εχουν. εγω, δεν εδινα δεκαρα για τον χρονο. τον σκορπουσα με μανια, σαν να μην υπηρχε επι της ουσιας ή μαλλον σαν να ηταν ατερμονα ατελειωτος.
οταν αργοτερα μεγαλωσα, καταλαβα πως για ολα τα πραγματα στη ζωη υπαρχει χρονος. που μετριεται με ημερολογια και με ρολογια, και καπου μεσα στην εμμονη μου να θυμαμαι χωρις να προσδιοριζω το χρονο της μνημης, βαρεθηκα, λοιπον, και πηρα και ημερολογιο και ρολοι.
απο τοτε ο χρονος μου ειναι κλειδωμενος καλα στις σελιδες ενος πολυχρωμου τετραδιου και στους δεικτες ενος μπρασελε. ετσι εγω κι η μαμα μου δεν φοβομαστε μην ξεχασω. ο χρονος που φευγει, εκτος απο το σωμα μου και την ψυχη μου, μουντζουρωνει και φθειρει πολυχρωμα τετραδια και ομορφα ρολογια. ετσι για να τον θυμαμαι.